- λόγισμα
- λόγισμαreckoningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λόγισμα — λόγισμα, τὸ (Α) [λογίζομαι] υπολογισμός, λογαριασμός … Dictionary of Greek
λογισμάτων — λόγισμα reckoning neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσμασι — λόγισμα reckoning neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσμασιν — λόγισμα reckoning neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)